Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανομιλεί — πανομῑλεί , πανομιλεί in whole troops indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανομιλεί — και πανομιλί Α επίρρ. με όλο το πλήθος, πανδημεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὅμιλος + επιρρμ. κατάλ. εί (πρβλ. παμμελ εί)] … Dictionary of Greek